Το "irritar" είναι ρήμα.
/i.riˈtaɾ/
Η λέξη "irritar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση κατά την οποία κάτι ή κάποιος προκαλεί αίσθημα ενόχλησης, αγανάκτησης ή δυσφορίας. Είναι μια κοινή λέξη στη γλώσσα των Ισπανών και χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως για να περιγράψει καταστάσεις όπου κάποιος ή κάτι εκνευρίζει ή ενοχλεί.
El ruido constante puede irritar a las personas.
(Ο συνεχής θόρυβος μπορεί να ενοχλήσει τους ανθρώπους.)
A veces, los comentarios negativos pueden irritar a los estudiantes.
(Μερικές φορές, τα αρνητικά σχόλια μπορεί να εκνευρίσουν τους μαθητές.)
No quiero irritar a mis amigos con mis problemas.
(Δε θέλω να ενοχλήσω τους φίλους μου με τα προβλήματά μου.)
Η λέξη "irritar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές είναι:
El profesor siempre irrita a los alumnos hasta el cansancio con su larga charla.
(Ο καθηγητής πάντα εκνευρίζει τους μαθητές μέχρι να κουραστούν με την μακρά ομιλία του.)
Irritar la paciencia.
(Να δοκιμάζεις την υπομονή.)
Su comportamiento irrita la paciencia de todos en la oficina.
(Η συμπεριφορά του δοκιμάζει την υπομονή όλων στο γραφείο.)
Irritar a alguien por lo más mínimo.
(Να ενοχλείς κάποιον για το πιο μικρό πράγμα.)
Ella se irrita por lo más mínimo en las discusiones.
(Αυτή ενοχλείται για τα πιο μικρά πράγματα στις συζητήσεις.)
Irritar hasta el punto de explotar.
(Να ενοχλείς μέχρι να εκραγείς.)
Η λέξη "irritar" προέρχεται από το λατινικό "irritare", που σημαίνει "να προκαλέσεις" ή "να διεγείρεις".
Συνώνυμα:
- molestar (ενοχλώ)
- fastidiar (εκνευρίζω)
- enojar (θυμώνω)
Αντώνυμα:
- calmar (ηρεμώ)
- apaciguar (ανακουφίζω)
- tranquilizar (ησυχάζω)