Το "irrumpir" είναι ρήμα.
/irrumˈpiɾ/
Η λέξη "irrumpir" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια του να εισβάλλει κάποιος με ξαφνικό ή βίαιο τρόπο σε ένα χώρο ή σε μια κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, καθώς και σε νομικό και στρατιωτικό πλαίσιο. Στην Ισπανία, η χρήση του τείνει να είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να ενσωματωθεί στον προφορικό λόγο.
Los policías irrumpieron en la casa sin previo aviso.
Οι αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι χωρίς προειδοποίηση.
El ruido de la explosión hizo que los soldados irrumpieran en la zona de conflicto.
Ο ήχος της έκρηξης έκανε τους στρατιώτες να εισβάλλουν στην εμπόλεμη ζώνη.
No se esperaba que ella irrumpiera en la reunión de esa manera.
Δεν περιμέναμε να εισβάλει εκείνη στη συνάντηση με αυτόν τον τρόπο.
Η λέξη "irrumpir" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Irrumpir como un elefante en una cacharrería.
Να εισβάλεις όπως ο ελέφαντας σε ένα κατάστημα πορσελάνης.
Σημαίνει να μπαίνεις σε μια κατάσταση ή σε μια συζήτηση με μεγάλη απρονοησία ή αταξία.
Irrumpir en la vida de alguien.
Να εισβάλεις στη ζωή κάποιου.
Αναφέρεται στην ξαφνική, ίσως ανεπιθύμητη, παρουσία κάποιου στη ζωή ενός άλλου.
Irrumpir en una conversación.
Να εισβάλεις σε μια συζήτηση.
Σημαίνει να διακόψεις ή να ενταχθείς σε μια συνομιλία που ήδη διαρκεί.
Το "irrumpir" προέρχεται από τα λατινικά "irrumpere", που συνδυάζει το πρόθεμα "in-" (μέσα) και το ρήμα "rumpere" (σπάζω).
Συνώνυμα: - Entrar (εισέρχομαι) - Interrumpir (διακόπτω) - Asaltar (επιτίθεμαι)
Αντώνυμα: - Salir (βγαίνω) - Retirarse (απομακρύνομαι) - Evitar (αποφεύγω)