Το "irse" είναι ρήμα.
/ˈiɾse/
Η λέξη "irse" σημαίνει "φεύγω" ή "αποχωρώ". Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αφήνει έναν τόπο ή μια κατάσταση. Είναι ένα κοινό ρήμα στην ισπανική γλώσσα και έχει εύκολη χρήση στην καθημερινή ομιλία. Συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο.
Παραδείγματα προτάσεων:
- Voy a irme de la fiesta.
(Θα φύγω από το πάρτι.)
Ella se va a ir de vacaciones.
(Αυτή θα φύγει διακοπές.)
Es tarde, creo que es hora de irse.
(Είναι αργά, νομίζω ότι είναι ώρα να φύγουμε.)
Η λέξη "irse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ejemplo: No te vayas de la lengua sobre mi sorpresa.
(Μην αποκαλύψεις την έκπληξη για μένα.)
Irse al carajo
(Φεύγω στο διάολο) - Σημαίνει να πηγαίνεις σε ένα κακό ή ανεπιθύμητο μέρος, ή να εκφράζεις αγανάκτηση.
Ejemplo: Si no me escuchas, me voy al carajo.
(Αν δεν με ακούς, φεύγω στο διάολο.)
Irse por las ramas
(Φεύγω από τα κλαδιά) - Σημαίνει να απομακρύνεσαι από το κύριο θέμα της συζήτησης.
Η λέξη "irse" προέρχεται από το λατινικό "ire", που σημαίνει "να πηγαίνω". Είναι ανακλαστικό ρήμα, γεγονός που δείχνει ότι ο δράστης (το υποκείμενο) και το αντικείμενο (ο τόπος ή η κατάσταση από την οποία φεύγει) είναι το ίδιο πρόσωπο.
Συνώνυμα: - marcharse - abandonar
Αντώνυμα: - llegar (φτάνω) - quedarse (μένω)