Λέξη: isla
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό (feminine)
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: [ˈiz.la]
Η λέξη "isla" στα Ισπανικά σημαίνει "νησί". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ξηρά που περιβάλλεται πλήρως από νερό. Είναι μια πολύ κοινή λέξη στη γεωγραφία και χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τύπους λόγου, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό.
Συχνότητα χρήσης: Πολύ συχνή.
Isla de Pascua es famosa por sus estatuas Moai.
Η Νήσος του Πάσχα είναι διάσημη για τα μνημεία Moai.
La isla está habitada por una gran variedad de especies.
Το νησί είναι κατοικημένο από μια μεγάλη ποικιλία ειδών.
Voy a visitar una pequeña isla en el Caribe.
Θα επισκεφτώ ένα μικρό νησί στην Καραϊβική.
Η λέξη "isla" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στα Ισπανικά:
Isla en el mar de problemas.
Νησί σε θάλασσα προβλημάτων.
Σημαίνει ότι κάποιος αναγνωρίζει ότι βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση, σαν να είναι απομονωμένος.
Una isla en medio de la tormenta.
Ένα νησί στη μέση της καταιγίδας.
Δείχνει ότι κάποιος έχει βρει ηρεμία ή ασφάλεια σε περίοδο κρίσης.
Sentirse como una isla desierta.
Νιώθω σαν ένα έρημο νησί.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση απομόνωσης ή μοναξιάς.
Islas del Caribe son un destino popular para las vacaciones.
Τα νησιά της Καραϊβικής είναι μια δημοφιλής προορισμός για διακοπές.
Συχνά χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε τουριστικές περιοχές.
Η λέξη "isla" προέρχεται από τα λατινικά "insula", που επίσης σημαίνει "νησί".
Συνώνυμα: - νησί (griego: islote, αν είναι πολύ μικρό).
Αντώνυμα: - ηπειρωτική περιοχή (tierra firme).