Η λέξη "madrepórica" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
maðɾeˈpoɾika
Η λέξη "madrepórica" χρησιμοποιείται στην Ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που είναι υπερβολικά δυσάρεστο ή εκνευριστικό.
No aguanto más esta situación, es una isla madrepórica. Αντέχω πια σε αυτήν την κατάσταση, είναι μια γαϊδουρίσια κατάσταση.
¡Tienes una actitud madrepórica hoy! Έχεις μια γαϊδουρίσια συμπεριφορά σήμερα!
Η λέξη "madrepórica" προέρχεται από τη σύνθετη λέξη "madre" που σημαίνει μητέρα και το επίθετο "-pórica" που χρησιμοποιείται ως ενίσχυση.