"italiano" είναι ένα επίθετο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό για να αναφερθεί η ιταλική γλώσσα ή οι Ιταλοί.
/itaˈljano/
Η λέξη "italiano" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με την Ιταλία ή τους Ιταλούς ανθρώπους. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στο καθημερινό λόγο, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Αυτός είναι Ιταλός και ζει στη Ρώμη.
Me encanta la comida italiana.
Μου αρέσει η ιταλική κουζίνα.
Estudié italiano en la universidad.
Η λέξη "italiano" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Μιλάει ιταλικά σαν ντόπιος.
El vino italiano es muy apreciado.
Το ιταλικό κρασί εκτιμάται πολύ.
La moda italiana es reconocida en todo el mundo.
Η ιταλική μόδα είναι αναγνωρίσιμη σε όλο τον κόσμο.
Visitamos Italia para aprender sobre la cultura italiana.
Επισκεφθήκαμε την Ιταλία για να μάθουμε για τον ιταλικό πολιτισμό.
Quiero disfrutar de un café italiano en esta cafetería.
Θέλω να απολαύσω έναν ιταλικό καφέ σε αυτή την καφετέρια.
Los automóviles italianos son muy elegantes.
Η λέξη "italiano" προέρχεται από τη λατινική λέξη "Italicus", που σημαίνει "σχετικός με την Ιταλία".
Συνώνυμα: - Itálico (ή) - Romano
Αντώνυμα: - Extranjero (ξένος)
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "italiano" στα Ισπανικά, εστιάζοντας στις διαπολιτισμικές και γλωσσικές προεκτάσεις της.