Itinerante είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "itinerante" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /itineˈɾante/.
Η λέξη itinerante χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι σε συνεχή κίνηση ή που ταξιδεύει από τόπο σε τόπο. Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε επαγγελματίες ή δραστηριότητες που δεν έχουν σταθερή τοποθεσία, όπως καλλιτέχνες, πωλητές ή εκπαιδευτές. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με την προτίμηση στον γραπτό λόγο όταν αναφερόμαστε σε πιο επίσημα ή ενημερωτικά κείμενα.
Ο περιπλανώμενος καλλιτέχνης ταξιδεύει από πόλη σε πόλη.
Los feriantes suelen ser representantes itinerantes de productos.
Οι έμποροι της αγοράς είναι συνήθως περιπλανώμενοι εκπρόσωποι προϊόντων.
En su carrera como profesor itinerante, ha enseñado en varias escuelas.
Η λέξη itinerante μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράσεις:
Αφορά έναν τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από συνεχείς μετακινήσεις.
Profesional itinerante.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει επαγγελματίες που εργάζονται σε διαφορετικές τοποθεσίες.
Ruta itinerante.
Αναφέρεται σε μια διαδρομή που δεν έχει σταθερή θέση και μεταβάλλεται.
Mercado itinerante.
Ονομάζει αγορές που μετακινούνται σε διάφορες τοποθεσίες.
Festival itinerante.
Η λέξη itinerante προέρχεται από το λατινικό "itinerans", το οποίο σημαίνει "που ταξιδεύει" και σχετίζεται με το ρήμα "itinere", που σημαίνει "ταξιδεύω".
Συνώνυμα: - Nómada (νομάδας) - Viajero (ταξιδιώτης)
Αντώνυμα: - Estático (στατικός) - Fijo (σταθερός)