itinerante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

itinerante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Itinerante είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "itinerante" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /itineˈɾante/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη itinerante χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι σε συνεχή κίνηση ή που ταξιδεύει από τόπο σε τόπο. Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε επαγγελματίες ή δραστηριότητες που δεν έχουν σταθερή τοποθεσία, όπως καλλιτέχνες, πωλητές ή εκπαιδευτές. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με την προτίμηση στον γραπτό λόγο όταν αναφερόμαστε σε πιο επίσημα ή ενημερωτικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El artista itinerante viaja de ciudad en ciudad.
  2. Ο περιπλανώμενος καλλιτέχνης ταξιδεύει από πόλη σε πόλη.

  3. Los feriantes suelen ser representantes itinerantes de productos.

  4. Οι έμποροι της αγοράς είναι συνήθως περιπλανώμενοι εκπρόσωποι προϊόντων.

  5. En su carrera como profesor itinerante, ha enseñado en varias escuelas.

  6. Στην καριέρα του ως περιπλανώμενος καθηγητής, έχει διδάξει σε πολλές σχολές.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη itinerante μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράσεις:

  1. Vida itinerante.
  2. Ζωή περιπλανώμενη.
  3. Αφορά έναν τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από συνεχείς μετακινήσεις.

  4. Profesional itinerante.

  5. Επαγγελματίας περιπλανώμενος.
  6. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει επαγγελματίες που εργάζονται σε διαφορετικές τοποθεσίες.

  7. Ruta itinerante.

  8. Περιπλανώμενη διαδρομή.
  9. Αναφέρεται σε μια διαδρομή που δεν έχει σταθερή θέση και μεταβάλλεται.

  10. Mercado itinerante.

  11. Περιπλανώμενη αγορά.
  12. Ονομάζει αγορές που μετακινούνται σε διάφορες τοποθεσίες.

  13. Festival itinerante.

  14. Περιπλανώμενο φεστιβάλ.
  15. Ένα φεστιβάλ που πραγματοποιείται σε διάφορες πόλεις ή χώρες.

Ετυμολογία

Η λέξη itinerante προέρχεται από το λατινικό "itinerans", το οποίο σημαίνει "που ταξιδεύει" και σχετίζεται με το ρήμα "itinere", που σημαίνει "ταξιδεύω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Nómada (νομάδας) - Viajero (ταξιδιώτης)

Αντώνυμα: - Estático (στατικός) - Fijo (σταθερός)



23-07-2024