Η λέξη "jaqueca" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "jaqueca" είναι /xaˈke.ka/.
Η λέξη "jaqueca" αναφέρεται σε έναν τύπο έντονης και επώδυνης κεφαλαλγίας, γνωστής και ως ημικρανία, που μπορεί να συνοδεύεται από ναυτία και ευαισθησία σε φως και ήχους. Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή γενικά συμφραζόμενα και είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο σε αρκετές ιατρικές ή επιστημονικές αναφορές, ωστόσο, είναι επίσης κοινή στον προφορικό λόγο.
El paciente llegó con jaqueca y náuseas.
(Ο ασθενής ήρθε με ημικρανία και ναυτία.)
Es común que las personas sufran de jaqueca durante episodios de estrés.
(Είναι συνηθισμένο οι άνθρωποι να υποφέρουν από ημικρανία κατά τη διάρκεια επεισοδίων άγχους.)
Tomé un analgésico para aliviar la jaqueca.
(Έκανα μια αναλγητική ένεση για να ανακουφιστώ από την ημικρανία.)
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "jaqueca" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και κοινές φράσεις:
No puedo concentrarme, tengo una jaqueca que no me deja en paz.
(Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, έχω μια ημικρανία που δεν με αφήνει σε ησυχία.)
La jaqueca me quitó toda la energía.
(Η ημικρανία μου αφαίρεσε όλη την ενέργεια.)
Parece que la jaqueca fue provocada por la falta de sueño.
(Φαίνεται ότι η ημικρανία προκλήθηκε από την έλλειψη ύπνου.)
Cuando el clima cambia, a menudo me da jaqueca.
(Όταν αλλάζει ο καιρός, συχνά μου έρχεται ημικρανία.)
A veces, la jaqueca puede ser un signo de deshidratación.
(Μερικές φορές, η ημικρανία μπορεί να είναι ένδειξη αφυδάτωσης.)
Η λέξη "jaqueca" προέρχεται από την αραβική λέξη "حُقَارَة" (ḥuqāra), που σημαίνει 'πόνος στο κεφάλι'. Η λέξη πέρασε στην Ισπανική γλώσσα με την εξέλιξή της σε συνδυασμό με τις τοπικές διαλέκτους.
Συνώνυμα: - Migraña - Cefalea
Αντώνυμα: - Bienestar (ευεξία) - Salud (υγεία)