Η λέξη "jar" είναι ρήμα.
/xaɾ/
Η λέξη "jar" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να τρομάζεις ή να ξαφνιάζεις κάποιον, συνήθως με δυνατό ήχο ή κίνηση. Στην καθημερινή ομιλία, μπορεί να χρησιμοποιείται για την περιγραφή μιας δυνατής έναρξης ή ενός αιφνιδιαστικού γεγονότος.
Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, καθώς σχετίζεται με καταστάσεις ή συναισθήματα που εκφράζονται άμεσα.
¡El ruido del trueno me hizo jar!
(Ο θόρυβος της αστραπής με έκανε να τρομάξω!)
No me hagas jar cuando estoy concentrado.
(Μην με τρομάζεις όταν είμαι συγκεντρωμένος.)
Η λέξη "jar" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που δείχνουν έντονα συναισθήματα ή αντιδράσεις:
Jar de miedo
(Τρομάζω από φόβο)
"La película era tan aterradora que me jar de miedo."
(Η ταινία ήταν τόσο τρομακτική που με έκανε να τρομάξω από φόβο.)
Jar a alguien
(Τρομάζω κάποιον)
"Traté de no jar a los niños con el sonido fuerte."
(Προσπάθησα να μην τρομάξω τα παιδιά με τον δυνατό ήχο.)
Jar para siempre
(Τρομάζω για πάντα)
"Ese suceso me jarró para siempre."
(Αυτό το γεγονός με τρόμαξε για πάντα.)
Η λέξη "jar" προέρχεται από το λατινικό "jarrus", που χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει το να τρομάζεις ή τον αιφνιδιασμό.
Συνώνυμα:
- asustar (τρομάζω)
- espantar (τρομάζω)
Αντώνυμα:
- calmar (ηρεμώ)
- tranquilizar (ηρεμώ)
Αυτό αποτελεί μια λεπτομερή ανάλυση της λέξης "jar" στα Ισπανικά.