Jarana είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/xaˈɾana/
Η λέξη jarana χρησιμοποιείται κυρίως στη Λατινική Αμερική και αναφέρεται σε μία κατάσταση χαράς και έντονης διασκέδασης, συχνά συνοδευόμενη από χορό και μουσική. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, και αναφέρεται σε γιορτές ή δραστηριότητες που περιλαμβάνουν πολλούς ανθρώπους σε ευχάριστη διάθεση. Στην Κεντρική Αμερική και το Εκουαδόρ, η λέξη έχει θετική χροιά και συνδέεται με κοινωνικές συγκεντρώσεις.
En la fiesta hubo mucha jarana y baile.
Στο πάρτι υπήρχε πολύ ξεφάντωμα και χορός.
La jarana comenzó al caer la noche.
Το γιορτινό ξεφάντωμα ξεκίνησε μόλις έπεσε η νύχτα.
Necesitamos un poco de jarana en nuestras vidas.
Χρειαζόμαστε λίγη διασκέδαση στη ζωή μας.
Vamos a hacer jarana esta noche.
Ας κάνουμε ξεφάντωμα απόψε.
Meterse en la jarana:
Ella siempre se mete en la jarana en las fiestas.
Αυτή πάντα μπαίνει στο ξεφάντωμα στα πάρτι.
Estar en una jarana:
Durante las vacaciones, todos estamos en una jarana.
Κατά τη διάρκεια των διακοπών, όλοι είμαστε σε ένα γιορτινό κλίμα.
Jarana de la buena:
La jarana de la buena nunca falta en las celebraciones.
Το καλό ξεφάντωμα ποτέ δεν λείπει από τους εορτασμούς.
Jarana familiar:
Η λέξη jarana προέρχεται από το ισπανικό γλωσσικό ιδίωμα που σχετίζεται με γιορτές και έντονες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Η ρίζα της μπορεί να ανιχνευθεί σε παλαιότερες μορφές της ισπανικής γλώσσας που συνδέονταν με τη διασκέδαση και τη γιορτή.