Το "jardinero" είναι ουσιαστικό.
[xaɾ.diˈne.ɾo]
Η λέξη "jardinero" αναφέρεται σε ένα άτομο που ασχολείται με την καλλιέργεια φυτών και λουλουδιών σε κήπους, πάρκα ή άλλους χώρους πρασίνου. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των ανθρώπων που εργάζονται ή ενδιαφέρονται για τη φροντίδα του πρασίνου, την κηπουρική ή την αγροτική εργασία. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να βρεθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και συναντάται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Ο κηπουρός φροντίζει τα φυτά του πάρκου.
Mi abuelo fue jardinero toda su vida.
Ο παππούς μου ήταν κηπουρός σε όλη του τη ζωή.
El jardinero está sembrando flores en el jardín.
Η λέξη "jardinero" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες δεν συναντώνται παντού αλλά τείνουν να συνδυάζουν εικόνες της κηπουρικής με μεταφορικές έννοιες:
Να είσαι κηπουρός των ονείρων. (Σημαίνει να φροντίζεις και να καλλιεργείς τις επιθυμίες σου.)
El jardinero de tu alma.
Ο κηπουρός της ψυχής σου. (Αναφέρεται σε κάποιον που φροντίζει τις συναισθηματικές σου ανάγκες.)
Jardinero de la sabiduría.
Κηπουρός της σοφίας. (Κάποιος που καλλιεργεί τη γνώση και την κατανόηση).
Jardinero del tiempo.
Η λέξη "jardinero" προέρχεται από την ισπανική λέξη "jardín", που σημαίνει "κήπος", και με την κατάληξη "-ero", η οποία δηλώνει επαγγελματική ή ιδιότητα. Έτσι, η έννοια μεταφράζεται στο "αυτός που δουλεύει ή ασχολείται με τον κήπο".
Συνώνυμα: - Kηπουρός - Φυτωριό
Αντώνυμα: - Καταστροφέας κήπων - Αμέλεια (σε πλαίσιο υπονόμευσης της φροντίδας φυτών)
Αυτή η ανάλυση παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της λέξης "jardinero", τη χρήση της και τις πολιτισμικές αναφορές στη γλώσσα των Ισπανών.