Jaspe είναι ουσιαστικό.
[ˈxaspe]
Ο όρος jaspe αναφέρεται σε μια ποικιλία ορυκτού, κυριολεκτικά γνωστή ως ιάσπις, η οποία είναι μια μορφή χαλαζία που έχει χαρακτηριστικά χρωματικά μοτίβα και ενσωματώσεις. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει διακοσμητικές ή πολύτιμες πέτρες. Η χρήση του στη γλώσσα είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με γεωλογία ή κοσμήματα.
El jaspe es conocido por sus colores vibrantes.
(Η ιάσπις είναι γνωστή για τα ζωντανά της χρώματα.)
Los joyeros suelen utilizar jaspe en sus creaciones.
(Οι χρυσοχόοι συχνά χρησιμοποιούν ιάσπιδα στις δημιουργίες τους.)
Ο όρος jaspe δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να απαντήσει σε παραδείγματα γραφής ή περιγραφής.
Este collar de jaspe es una verdadera obra de arte.
(Αυτό το κολιέ ιάσπης είναι ένα αληθινό έργο τέχνης.)
Las esculturas de jaspe son muy valoradas en el arte contemporáneo.
(Οι γλυπτές από ιάσπη είναι πολύ εκτιμώμενες στην σύγχρονη τέχνη.)
El jaspe verde se asocia con la armonía y el equilibrio.
(Η πράσινη ιάσπις συνδέεται με την αρμονία και την ισορροπία.)
Η λέξη jaspe προέρχεται από την λατινική λέξη iaspis, η οποία αποδίδεται επίσης στα ελληνικά ως ἴασπις. Οι ρίζες του φτάνουν σε αρχαίες γλώσσες και έχουν χρησιμοποιηθεί για αιώνες για να περιγράψουν τις πολύχρωμες πέτρες.
Συνώνυμα: - ιάσπις - πέτρα
Αντώνυμα: - ορυκτά χωρίς χρώμα - διαφανείς πέτρες
Η λέξη jaspe κατέχει μια σημασία που συνδυάζει την ομορφιά και την αξία του φυσικού κόσμου, ενώ χρησιμοποιείται σε διάφορα πολιτισμικά και επιστημονικά συναφή θέματα.