Η λέξη "jaula" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [ˈxaula]
Η λέξη "jaula" σημαίνει ένα κλειστό καταφύγιο ή χώρο, συνήθως από μέταλλο ή ξύλο, που χρησιμοποιείται για να κρατάει ζώα. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς όπως η κηπουρική, η κτηνιατρική και γενικά στην αναφορά σε ζώα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο.
Los pájaros viven en una jaula hermosa.
(Τα πουλιά ζουν σε ένα όμορφο κλουβί.)
Es importante limpiar la jaula de la mascota regularmente.
(Είναι σημαντικό να καθαρίζετε το κλουβί του κατοικίδιου σας τακτικά.)
Compré una jaula nueva para mi loro.
(Αγόρασα ένα νέο κλουβί για τον παπαγάλο μου.)
Η λέξη "jaula" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο διαδεδομένη. Ωστόσο, παρακάτω είναι μερικές χρήσιμες φράσεις:
Estar en una jaula de oro
(Να είσαι σε ένα χρυσό κλουβί.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ζει άνετα αλλά χωρίς ελευθερία.
Sacar a alguien de la jaula
(Να βγάλεις κάποιον από το κλουβί.) - Μεταφορικά σημαίνει να απελευθερώσεις κάποιον από περιορισμούς.
Estar como un pez en una jaula
(Να είσαι σαν ένα ψάρι σε κλουβί.) - Εννοεί να νιώθεις περιορισμένος σε ένα χώρο.
Η λέξη "jaula" προέρχεται από το αραβικό " هَجَّلَ" (hajl), που σημαίνει "παγιδεύω". Εξελίχθηκε μέσω της λατινικής "cāula".