Jazz: ουσιαστικό
/fɪ́n ɛstəsɪða/
Η λέξη "jazz" αναφέρεται σε μια μουσική μορφή που δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και διαπρέπει κυρίως στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Είναι γνωστή για τους αυτοσχεδιασμούς της, τους ρυθμούς της και την επιρροή από την αφρικανική και την ευρωπαϊκή μουσική παράδοση. Η τζαζ συνήθως εκτελείται με σαξόφωνα, τρομπέτες, πιάνα, και τύμπανα, ενώ μπορεί να περιλαμβάνει φωνητικά.
Η χρήση του όρου "jazz" είναι ευρέως διαδεδομένη και εμφανίζεται κυρίως σε μουσικά πλαίσια. Η συχνότητά του είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με την προφορική χρήση να είναι πιο προφανής όταν αναφέρεται σε μουσικές προτιμήσεις ή εκδηλώσεις.
La música jazz es muy relajante.
(Η μουσική τζαζ είναι πολύ χαλαρωτική.)
Ayer fui a un concierto de jazz en el centro.
(Χθες πήγα σε μια συναυλία τζαζ στο κέντρο.)
Mi hermano toca el saxofón en una banda de jazz.
(Ο αδελφός μου παίζει σαξόφωνο σε μια μπάντα τζαζ.)
Στο ισπανόφωνο περιβάλλον, η λέξη "jazz" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν κάποιες προσφορές που μπορούν να εμπλέκονται με τον πολιτισμό και τη μουσική τζαζ.
Vivir la vida como un jazz.
(Να ζεις τη ζωή σαν τζαζ - αναφέρεται σε έναν αυθόρμητο και ελεύθερο τρόπο ζωής.)
El improvisar es como tocar jazz.
(Η αυτοσχεδίαση είναι σαν να παίζεις τζαζ.)
Deja que la música del jazz guíe tus pasos.
(Άφησε τη μουσική της τζαζ να καθοδηγήσει τα βήματά σου.)
Η λέξη "jazz" προέρχεται από τις αρχές του 20ού αιώνα, πιθανώς από τον αργκοτικό όρο "jasm", ο οποίος σήμαινε "ενέργεια" ή "όνειρο". Η προφορά και η χρήση του όρου εξελίχθηκαν σε σχέση με τις δικές τους ρίζες και την πολιτιστική εξέλιξη της μουσικής στη Νέα Ορλεάνη.
Συνώνυμα:
- μουσική
- αυτοσχεδίαση
Αντώνυμα:
- κλασική μουσική
- στατική μουσική
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια σφαιρική εικόνα για τη λέξη "jazz" και τη χρήση της στην ισπανική γλώσσα.