"Jeep" είναι ουσιαστικό.
/ʤiːp/
Η λέξη "jeep" αναφέρεται σε τύπο οχήματος, συνήθως 4x4, που είναι σχεδιασμένο για οδήγηση σε ανώμαλο έδαφος. Το Jeep είναι επίσης ένα εμπορικό σήμα που συνδέεται με τέτοιου είδους οχήματα, ιδίως με ιστορικές ρίζες τις στρατιωτικές χρήσεις τους κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφέρεται σε αυτόν τον τύπο αυτοκινήτου. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με αυτοκίνητα και υπαίθριες δραστηριότητες.
Voy a comprar un jeep nuevo este fin de semana.
(Θα αγοράσω ένα νέο τζιπ αυτό το Σαββατοκύριακο.)
El jeep es perfecto para conducir en la montaña.
(Το τζιπ είναι τέλειο για οδήγηση στο βουνό.)
A ella le encanta llevar su jeep a acampar.
(Αυτή αγαπά να παίρνει το τζιπ της για κάμπινγκ.)
Η λέξη "jeep" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που μπορεί να επισκεφθούν τη σημασία του οχήματος:
Dar un paseo en jeep.
(Κάνουμε μια βόλτα με τζιπ.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ευχάριστη βόλτα με το όχημα.
Jeep de aventura.
(Τζιπ περιπέτειας.)
Αναφέρεται σε χρήση του τζιπ για δραστηριότητες που περιλαμβάνουν περιπέτεια και εξερεύνηση.
Conducir un jeep por rutas difíciles.
(Οδήγηση ενός τζιπ σε δύσκολες διαδρομές.)
Υποδηλώνει την ικανότητα του τζιπ να χειρίζεται δύσκολες και ανώμαλες διαδρομές.
Η λέξη "jeep" προέρχεται από τον στρατιωτικό όρο "G.P.", που σημαίνει "General Purpose" (γενικής χρήσης). Το όνομα χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα στρατιωτικά οχήματα πολλαπλών χρήσεων κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Συνώνυμα: - SUV (Sport Utility Vehicle) - 4x4
Αντώνυμα: - Σεντάν (sedan) - Μικρό αυτοκίνητο (compact car)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "jeep" στην ισπανική γλώσσα.