Το "jefe" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈxe.fe]
Η λέξη "jefe" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που κατέχει θέση εξουσίας ή ηγεσίας σε έναν οργανισμό, ομάδα ή οικογένεια. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί ότι στην καθημερινή επικοινωνία (προφορικός λόγος) χρησιμοποιείται πιο συχνά.
El jefe decidió que todos debían trabajar horas extras.
(Ο διευθυντής αποφάσισε ότι όλοι έπρεπε να δουλέψουν υπερωρίες.)
El jefe de la empresa siempre escucha las ideas de los empleados.
(Ο αφεντικός της επιχείρησης πάντα ακούει τις ιδέες των υπαλλήλων.)
Mis amigos dicen que soy el jefe de nuestro grupo.
(Οι φίλοι μου λένε ότι είμαι ο αρχηγός της ομάδας μας.)
Η λέξη "jefe" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Estar en la mira del jefe.
(Βρίσκομαι στο στόχαστρο του αφεντικού.)
Σημαίνει ότι είμαστε παρατηρημένοι ή σε προσοχή από κάποιον ανώτερο.
El jefe manda.
(Ο διευθυντής διατάσσει.)
Δηλώνει ότι η εξουσία ή η απόφαση ανήκει στους προϊσταμένους.
No le gustó la idea al jefe.
(Δεν άρεσε η ιδέα στον αφεντικό.)
Είναι μια συνηθισμένη έκφραση για να δηλώσουμε ότι κάτι δεν έγινε αποδεκτό από κάποιον ανώτερο.
Η λέξη "jefe" προέρχεται από το λατινικό "caput", που σημαίνει "κεφάλι" ή "αρχηγός", αναφερόμενη στη θέση του ηγέτη.
Συνώνυμα: - jefe - director - líder
Αντώνυμα: - subordinado (υπάλληλος) - seguido (ακολουθητής)