Jerga είναι ουσιαστικό.
/ˈxeɾɣa/
Η λέξη "jerga" αναφέρεται σε μια ειδική γλώσσα ή διάλεκτο που χρησιμοποιείται από μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, συχνά επαγγελματιών ή ατόμων που μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα. Αυτή η γλώσσα περιλαμβάνει πολλές τεχνικές ή ειδικές λέξεις που δεν είναι κατανοητές από το ευρύ κοινό. Η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά συχνά οι πρόσωπα που χρησιμοποιούν ιδίως jargon τείνουν να χρησιμοποιούν περισσότερο στον γραπτό λόγο, όπως σε επιστημονικά κείμενα ή ειδικές αναφορές.
Ο γιατρός χρησιμοποίησε ιατρική αργκό για να εξηγήσει τη διάγνωση.
La jerga de los programadores puede ser confusa para los principiantes.
Η αργκό των προγραμματιστών μπορεί να είναι μπερδεμένη για τους αρχάριους.
La jerga del grupo de teatro era difícil de entender para los que no eran parte de la compañía.
Το να μιλάς σε αργκό μπορεί να δημιουργήσει εμπόδια στην επικοινωνία.
Se siente excluido cuando todos hablan en jerga técnica.
Νιώθει αποκλεισμένος όταν όλοι μιλούν σε τεχνική αργκό.
Cada profesión tiene su propia jerga que puede ser incomprensible para los ajenos.
Κάθε επάγγελμα έχει τη δική του αργκό που μπορεί να είναι ακατανόητη για τους ξένους.
Utilizar jerga en una presentación puede llevar a malentendidos.
Η χρήση αργκό σε μια παρουσίαση μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις.
A menudo, la jerga se utiliza para establecer una identidad de grupo.
Συχνά, η αργκό χρησιμοποιείται για να εδραιώσει μια ταυτότητα ομάδας.
La jerga del internet ha cambiado la forma en que nos comunicamos.
Η λέξη "jerga" προέρχεται από το ισπανικό "gerga" ή "jarga", που σήμαινε "γλώσσα" ή "διάλεκτο" και μπορεί να έχει τις ρίζες της σε τυπικές γλώσσες της Ισπανίας κατά τον Μεσαίωνα.
Συνώνυμα: - Areglón (αργκό) - Léxico especializado (ειδική ορολογία)
Αντώνυμα: - Lenguaje común (κοινή γλώσσα) - Habla clara (καθαρή ομιλία)