Η λέξη "jeringa" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/phɛˈɾiŋɡa/
Η λέξη "jeringa" αναφέρεται σε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για την έγχυση υγρών, οι περισσότερες φορές για ιατρικούς σκοπούς, όπως η χορήγηση εμβολίων ή φαρμάκων. Χρησιμοποιείται επίσης σε άλλους τομείς όπως η χημεία και η βιολογία. Η χρήση της είναι συχνή στον ιατρικό κλάδο, κυρίως σε επαγγέλματα υγειονομικής περίθαλψης, αλλά εμφανίζεται επίσης σε προφορική και γραπτή μορφή.
Χρειάζομαι μια σύριγγα για να χορηγήσω το εμβόλιο.
La jeringa debe estar esterilizada antes de su uso.
Η σύριγγα πρέπει να είναι αποστειρωμένη πριν από τη χρήση.
Él se pinchó el dedo con la jeringa accidentalmente.
Η λέξη "jeringa" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε κάποιες εκφράσεις καταδεικνύοντας τη χρήση της σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Να κοιτάς με περιφρόνηση. (Ο όρος αναφέρεται στην κατακριτική ή αλαζονική συμπεριφορά).
Saber de jeringas.
Να γνωρίζω πολύ καλά. (Χρησιμοποιείται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάποιος γνωρίζει τα πάντα για κάτι).
Poner algo en la jeringa.
Η λέξη "jeringa" προέρχεται από το αραβικό "xeringa," που σημαίνει "συσκευή για έγχυση." Η χρήση της στις ιατρικές πρακτικές έγινε δημοφιλής κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα και αργότερα εξελίχθηκε στην σύγχρονη μορφή της.
Συνώνυμα: - Surgente (όργανο έγχυσης)
Αντώνυμα: - Μη εφαρμογή (στην αρνητική έννοια της έγχυσης ή χορήγησης). Σημειώνεται ότι η αντίθεση μπορεί να είναι πιο σύμφωνη με την κατάσταση και το πλαίσιο.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "jeringa" στον ισπανικό γλώσσα.