Η λέξη "jeringuilla" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή της λέξης στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: [xeɾiŋˈɡiʝa]
Η λέξη "jeringuilla" αναφέρεται σε μία μικρή σύριγγα, συνήθως χρησιμοποιούμενη για τη χορήγηση υγρών, όπως φάρμακα ή εμβόλια. Είναι μια λέξη που συναντάται σε διάφορες καταστάσεις, κυρίως ιατρικές ή εργαστηριακές. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή και παρατηρείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο όταν συζητούνται θέματα υγειονομικής ή ιατρικής φύσης.
"El médico utilizó una jeringuilla para administrar la vacuna."
"Ο γιατρός χρησιμοποίησε μια σύριγγα για να χορηγήσει το εμβόλιο."
"Es importante usar una jeringuilla estéril para evitar infecciones."
"Είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται μια αποστειρωμένη σύριγγα για να αποφεύγονται οι μολύνσεις."
"La jeringuilla tiene una capacidad de 5 ml."
"Η σύριγγα έχει χωρητικότητα 5 ml."
Η λέξη "jeringuilla" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κλισέ που σχετίζονται με την ιατρική και την υγεία. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
"No olvides llevar la jeringuilla a la consulta médica."
"Μην ξεχάσεις να πάρεις τη σύριγγα στην ιατρική εξέταση."
"La jeringuilla es esencial en cualquier kit de emergencias."
"Η σύριγγα είναι ουσιώδης σε οποιοδήποτε κιτ πρώτων βοηθειών."
"Con una jeringuilla puedes medir líquidos con precisión."
"Με μια σύριγγα μπορείς να μετρήσεις υγρά με ακρίβεια."
Η λέξη "jeringuilla" προέρχεται από την ισπανική λέξη "jeringa", που σημαίνει "σύριγγα". Το επίθημα "-illa" προσδίδει μικρότητα, επομένως η "jeringuilla" σημαίνει "μικρή σύριγγα".
Συνώνυμα: - jeringa (σύριγγα) - pipeta (πιπέτα)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα της λέξης, καθώς δεν συνδέεται εύκολα με την έννοια του αντιθέτου σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.