jocoso: επίθετο
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /xoˈkoso/
Η λέξη jocoso χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι αστείος, χιουμοριστικός ή χαριτωμένος. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της λέξης είναι συχνή και μπορεί να συναντηθεί και στις προφορικές και στις γραπτές επικοινωνίες. Ωστόσο, ίσως είναι πιο προτιμητέα στις προφορικές συζητήσεις.
El ambiente en la fiesta era muy jocoso.
(Η ατμόσφαιρα στο πάρτι ήταν πολύ αστεία.)
Mi amigo siempre cuenta chistes jocosos.
(Ο φίλος μου πάντα λέει αστεία ανέκδοτα.)
Esa película es bastante jocosa y me hizo reír.
(Αυτή η ταινία είναι αρκετά αστεία και με έκανε να γελάσω.)
Η λέξη jocoso μπορεί να είναι μέρος ορισμένων ιδιωματικών εκφράσεων στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Tienes un carácter jocoso que alegra a todos.
(Έχεις έναν αστείος χαρακτήρα που χαροποιεί όλους.)
El equipo tenía un espíritu jocoso durante el partido.
(Η ομάδα είχε έναν αστείος πνεύμα κατά τη διάρκεια του αγώνα.)
Ella siempre encuentra una forma jocosa de resolver problemas.
(Αυτή πάντα βρίσκει έναν αστείος τρόπο για να επιλύει προβλήματα.)
Contar historias jocosas es el talento de mi abuelo.
(Η αφήγηση αστείων ιστοριών είναι το ταλέντο του παππού μου.)
En su discurso, hizo varios comentarios jocosos que hicieron reír a la audiencia.
(Στην ομιλία του, έκανε διάφορα αστεία σχόλια που έκαναν το κοινό να γελάσει.)
Η λέξη jocoso προέρχεται από το λατινικό "iocōsus", που σημαίνει "αστείος" ή "χαριτωμένος".
Συνώνυμα: - hilarante - divertido - gracioso
Αντώνυμα: - serio - sombrío - triste