Η λέξη "jorco" στην ισπανική γλώσσα είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈxoɾko/
Στα ελληνικά, η λέξη "jorco" μεταφράζεται ως "κάτι μεγάλο ή κακούργο".
Η λέξη "jorco" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε κάτι που είναι μεγάλο, τεράστιο, ή κακό. Ωστόσο, είναι μία λέξη που χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο και συνήθως εντοπίζεται σε παλαιότερα κείμενα ή τη λογοτεχνία.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. ¡Menudo jorco de libro me he encontrado en la biblioteca! (Βρήκα έναν τεράστιο τόμο στη βιβλιοθήκη!) 2. El jorco de tormenta que se avecina parece ser muy violento. (Η τεράστια καταιγίδα που πλησιάζει φαίνεται πολύ βίαιη.)
Η λέξη "jorco" προέρχεται από τον λατινικό όρο "jūncus" που σημαίνει "τρυφερό βλαστό".