jornal: ουσιαστικό
/xoɾˈnal/
Η λέξη jornal στα Ισπανικά αναφέρεται κυρίως σε μία εφημερίδα ή έντυπο μέσο που καλύπτει ειδήσεις, ενημέρωση και αναλύσεις σε διάφορους τομείς. Στη νομική ορολογία, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε ημερολόγιο ή δελτίο που αφορά τις νομικές διαδικασίες. Χρησιμοποιείται ευρέως σε γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό, αν και σε λιγότερο βαθμό.
El jornal local publicó un artículo sobre el medio ambiente.
Η τοπική εφημερίδα δημοσίευσε ένα άρθρο για το περιβάλλον.
Espero que el jornal de mañana tenga buenas noticias.
Ελπίζω ότι η εφημερίδα του αύριο θα έχει καλές ειδήσεις.
Η λέξη jornal δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την ενημέρωση ή την εργασία.
No hay jornal que no tenga su crítica.
Δεν υπάρχει εφημερίδα που να μην έχει τη κριτική της.
A partir de hoy, el jornal del corazón tendrá una nueva sección.
Από σήμερα, η εφημερίδα της καρδιάς θα έχει μια νέα ενότητα.
Η λέξη jornal προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη journal, που σημαίνει «ημερήσιος» ή «ημερολόγιο». Πλησιάζει σε συνάφεια με τη λατινική λέξη diurnalis, που σημαίνει «ημερήσιος».
Συνώνυμα: - periódico (περιοδικό) - gaceta (γεωγραφική εφημερίδα) - prensa (τύπος)
Αντώνυμα: - silencio (σιωπή) - ignorancia (αγνοία) - oscuridad (σκοτάδι)