jornalero - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

jornalero (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "jornalero" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [xoɾ.naˈle.ɾo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "jornalero" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε εργαζόμενο που πληρώνεται με ημερομίσθιο, συχνά στον τομέα της γεωργίας ή σε εποχικές εργασίες. Είναι πιο κοινό στον προφορικό λόγο και χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με την αγορά εργασίας και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Στην Ισπανία, το χαρακτηριστικό αυτό έχει σημασία λόγω της μεγάλης παρουσίας εργατών που εξαρτώνται από τέτοιες θέσεις εργασίας.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El jornalero trabaja duro en el campo todos los días.
  2. Ο εργάτης ημερομίσθιο εργάζεται σκληρά στο χωράφι κάθε μέρα.

  3. Los jornaleros a menudo no tienen acceso a beneficios laborales.

  4. Οι εργάτες ημερομίσθιο συχνά δεν έχουν πρόσβαση σε εργασιακά οφέλη.

  5. El jornalero espera que el clima sea favorable para su trabajo.

  6. Ο εργάτης ημερομίσθιο περιμένει ότι ο καιρός θα είναι ευνοϊκός για τη δουλειά του.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "jornalero" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και αυτές δεν είναι ιδιαίτερα πολλές:

  1. "Un jornalero del asfalto"
  2. Ο όρος αναφέρεται σε εργάτες που εργάζονται σε κατασκευές ή δημόσια έργα στην πόλη.
  3. Το εργάτη του ασφαλτώματος απασχολεί κυρίως η κατασκευή δρόμων και η ανακαίνιση πόλεων.

  4. "Ajustar cuentas con el jornalero"

  5. Αναφέρεται στο να ρυθμιστούν λογαριασμοί ή πληρωμές με τον εργάτη ημερομίσθιο.
  6. Πρέπει να ρυθμίσεις τους λογαριασμούς με τον εργάτη ημερομισθίου πριν το τέλος του μήνα.

Ετυμολογία

Η λέξη "jornalero" προέρχεται από το ισπανικό "jornal," που σημαίνει ημερομίσθιο, και συνδέεται με τη ρίζα "jorn-" που εισάγει την έννοια της διοίκησης του χρόνου (κινητοποίηση μιας ημέρας εργασίας).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - trabajador (εργάτης) - obrero (εργάτης, συνήθως σε βιομηχανίες)

Αντώνυμα: - empleado (υπάλληλος) - αναφέρεται σε εργαζόμενο με μισθό και προνόμια, συνήθως σε σταθερές θέσεις εργασίας. - patrón (εργοδότης) - αυτός που πληρώνει τους εργαζόμενους.



23-07-2024