Το "jornalero" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [xoɾ.naˈle.ɾo]
Η λέξη "jornalero" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε εργαζόμενο που πληρώνεται με ημερομίσθιο, συχνά στον τομέα της γεωργίας ή σε εποχικές εργασίες. Είναι πιο κοινό στον προφορικό λόγο και χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με την αγορά εργασίας και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Στην Ισπανία, το χαρακτηριστικό αυτό έχει σημασία λόγω της μεγάλης παρουσίας εργατών που εξαρτώνται από τέτοιες θέσεις εργασίας.
Ο εργάτης ημερομίσθιο εργάζεται σκληρά στο χωράφι κάθε μέρα.
Los jornaleros a menudo no tienen acceso a beneficios laborales.
Οι εργάτες ημερομίσθιο συχνά δεν έχουν πρόσβαση σε εργασιακά οφέλη.
El jornalero espera que el clima sea favorable para su trabajo.
Η λέξη "jornalero" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και αυτές δεν είναι ιδιαίτερα πολλές:
Το εργάτη του ασφαλτώματος απασχολεί κυρίως η κατασκευή δρόμων και η ανακαίνιση πόλεων.
"Ajustar cuentas con el jornalero"
Η λέξη "jornalero" προέρχεται από το ισπανικό "jornal," που σημαίνει ημερομίσθιο, και συνδέεται με τη ρίζα "jorn-" που εισάγει την έννοια της διοίκησης του χρόνου (κινητοποίηση μιας ημέρας εργασίας).
Συνώνυμα: - trabajador (εργάτης) - obrero (εργάτης, συνήθως σε βιομηχανίες)
Αντώνυμα: - empleado (υπάλληλος) - αναφέρεται σε εργαζόμενο με μισθό και προνόμια, συνήθως σε σταθερές θέσεις εργασίας. - patrón (εργοδότης) - αυτός που πληρώνει τους εργαζόμενους.