Η λέξη "joven" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι νέος σε ηλικία, συνήθως σε εφηβική ή νεανική φάση. Χρησιμοποιείται συχνά στις καθημερινές συνομιλίες, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε επίσημα κείμενα. Στα Ισπανικά, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή στις προφορικές συζητήσεις.
El joven quiere estudiar medicina.
Ο νέος θέλει να σπουδάσει ιατρική.
La joven es muy talentosa en la música.
Η νεαρή είναι πολύ ταλαντούχα στη μουσική.
Η λέξη "joven" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ser joven y no tener problemas.
Να είσαι νέος και να μην έχεις προβλήματα.
La juventud es una etapa dorada de la vida.
Η νεότητα είναι μια χρυσή περίοδος της ζωής.
A los jóvenes les gusta experimentar.
Στους νέους αρέσει να πειραματίζονται.
Joven de corazón.
Νέος στην καρδιά.
Η λέξη "joven" προέρχεται από το λατινικό "iuvenis", το οποίο σημαίνει "νέος" ή "υποσχόμενος".
Nuev@(s) (νέος/νέα)
Αντώνυμα: