Jubilado είναι ουσιαστικό, που χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ένα άτομο που έχει αποσυρθεί από την ενεργό εργασία, συνήθως λόγω ηλικίας ή υπηρεσίας.
Φωνητική μεταγραφή του "jubilado": [xuβiˈlaðo]
Η λέξη "jubilado" αναφέρεται σε άτομα που έχουν φτάσει στην ηλικία που δικαιούνται σύνταξη ή έχουν αποσυρθεί από την εργασία τους. Χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και των εργατικών δικαιωμάτων.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε επίσημα συμφραζόμενα (γραφείων, συντάξεων). Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Είναι ένας συνταξιούχος που απολαμβάνει τον ελεύθερο χρόνο του.
Muchos jubilados participan en actividades comunitarias.
Η λέξη "jubilado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ηλικία και την απόσυρση από την εργασία:
Αυτή η έκφραση αναφέρεται στην εποχή που κάποιος αποσύρθηκε από την εργασία.
No todos los jubilados llevan el mismo ritmo de vida.
Αυτό εκφράζει τη διαφορετικότητα μεταξύ των ανθρώπων που έχουν αποσυρθεί.
Desde que se jubiló, ha viajado más que nunca.
Η λέξη "jubilado" προέρχεται από το λατινικό "jubilatus", που σημαίνει "πανηγυρισμένος" ή "θριαμβευμένος", και σχετίζεται με την έννοια του να είναι κάποιος ελεύθερος από το εργασιακό άχθος.
Συνώνυμα: - Pensionista (συνταξιούχος) - Retirado (αποσυρμένος)
Αντώνυμα: - Trabajador (εργαζόμενος) - Activo (ενεργός)
Η λέξη "jubilado" κατέχει κεντρική θέση στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της οικονομίας, καθώς η γήρανση του πληθυσμού και οι συνταξιοδοτικές πολιτικές είναι κρίσιμα θέματα στις σύγχρονες κοινωνίες.