Ρήμα
/juβiˈlaɾ/
Η λέξη "jubilar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία ένα άτομο αποχωρεί από την εργασία του, κυρίως όταν φτάνει στην ηλικία συνταξιοδότησης, ή για να απολύσει κάποιον από μια θέση λόγω ανωτέρων λόγων, όπως η ηλικία ή η υπηρεσία. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα. Στη γλώσσα των επιχειρήσεων, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε διαδικασίες που σχετίζονται με τη συνταξιοδότηση υπαλλήλων. Συνήθως, χρησιμοποιείται πιο πολύ σε γραπτό πλαίσιο.
Ο διευθυντής αποφάσισε να απολύσει αρκετούς υπαλλήλους την επόμενη χρονιά.
Después de 30 años de servicio, finalmente se jubilará.
Μετά από 30 χρόνια υπηρεσίας, τελικά θα συνταξιοδοτηθεί.
Es importante planificar bien antes de jubilarse.
Η λέξη "jubilar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ο Χουάν συνταξιοδοτήθηκε με τιμές λόγω των χρόνων αφοσίωσής του.
El sueño de jubilarse en la playa.
Το όνειρό του είναι να συνταξιοδοτηθεί στην παραλία και να απολαμβάνει τον ήλιο κάθε μέρα.
Antes de jubilarse, planea un viaje alrededor del mundo.
Η λέξη "jubilar" προέρχεται από το λατινικό "jubilare", το οποίο σημαίνει να γελάμε ή να εκφράζουμε χαρά. Η έννοια σχετίζεται με τη χαρά που συνοδεύει την απελευθέρωση από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις.
Συνώνυμα: - Retirarse - Pensionarse - Desvincularse
Αντώνυμα: - Activar - Incorporar - Contratar
Αυτή η ανάλυση της λέξης "jubilar" αναδεικνύει τη σημασία της στη γλώσσα και τα συμφραζόμενα στα οποία χρησιμοποιείται.