Το «juego» είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή του «juego» σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈxwe.ɣo/
Η λέξη «juego» σημαίνει «παιχνίδι» και χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε διάφορες μορφές δραστηριοτήτων και παιχνιδιών, είτε πρόκειται για διασκεδαστικές δραστηριότητες είτε για αθλητικούς αγώνες. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να εντοπιστεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Los niños están disfrutando de un juego en el parque.
(Τα παιδιά απολαμβάνουν ένα παιχνίδι στο πάρκο.)
El juego de ajedrez es muy estratégico.
(Το παιχνίδι του σκακιού είναι πολύ στρατηγικό.)
Hoy se jugará un importante juego de fútbol.
(Σήμερα θα διεξαχθεί ένα σημαντικό ποδοσφαιρικό παιχνίδι.)
Η λέξη «juego» χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Estar en juego
(Βρίσκεται σε παιχνίδι)
Για να δείξει ότι κάτι είναι σε κίνδυνο ή υπό συζήτηση.
Ejemplo: La reputación de la empresa está en juego.
(Η φήμη της εταιρείας είναι σε κίνδυνο.)
No todo es juego
(Δεν είναι όλα παιχνίδι)
Για να υπογραμμίσει τη σοβαρότητα μιας κατάστασης.
Ejemplo: Aunque parece divertido, no todo es juego en el trabajo.
(Αν και φαίνεται διασκεδαστικό, δεν είναι όλα παιχνίδι στη δουλειά.)
De juego en juego
(Από παιχνίδι σε παιχνίδι)
Η έννοια αυτή μπορεί να αναφέρεται σε συνεχείς αλλαγές ή εξελίξεις.
Ejemplo: Las reglas cambiaron de juego en juego.
(Οι κανόνες άλλαξαν από παιχνίδι σε παιχνίδι.)
Η λέξη «juego» προέρχεται από το λατινικό «jocum», που σημαίνει «παιχνίδι» ή «διασκέδαση».
Συνώνυμα: - entretenimiento (διασκέδαση) - diversión (διασκέδαση) - competición (ανταγωνισμός)
Αντώνυμα: - trabajo (δουλειά) - seriedad (σοβαρότητα)
Αυτή η ανάλυση παρέχει ένα πλήρες πλαίσιο για την κατανόηση της λέξης «juego» στα Ισπανικά και τη χρήση της σε διάφορες περιπτώσεις.