Η λέξη "juez" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "juez" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: [xweθ]
Η λέξη "juez" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "δικαστής".
Η λέξη "juez" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει και να αποφασίζει σε νομικές υποθέσεις. Στο ισπανικό νομικό σύστημα, οι δικαστές είναι υπεύθυνοι για την εκδίκαση υποθέσεων και την εφαρμογή του νόμου. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, καθώς είναι μια κεντρική έννοια στους νομικούς και δικαστικούς τομείς, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο αλλά και στον προφορικό λόγο.
Ο δικαστής πήρε μια γρήγορη απόφαση.
El juez escuchará el caso mañana.
Ο δικαστής θα ακούσει την υπόθεση αύριο.
Es importante que el juez sea imparcial.
Η λέξη "juez" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα. Οι πιο κοινές περιλαμβάνουν:
Αναφέρεται σε κάποιον που κρίνει ή αξιολογεί γεγονότα ή πρόσωπα από την προοπτική του χρόνου.
Juez y parte.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει συμφέρον σε μια υπόθεση, επομένως δεν μπορεί να είναι αμερόληπτος.
El juicio del juez.
Αναφέρεται στη διαδικασία ή στις αποφάσεις που παίρνουν οι δικαστές κατά την εκδίκαση υποθέσεων.
Ser el juez del juego.
Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει κάποιον που έχει τον έλεγχο ή τη δυνατότητα να αποφασίσει για τις εξελίξεις σε μια κατάσταση.
Dejar en manos del juez.
Η λέξη "juez" προέρχεται από τη λατινική λέξη "judex", που προέρχεται από το ρήμα "iudicare", που σημαίνει "να κρίνω".
Συνώνυμα: - Magistrado (μάγιστρος) - Jueza (γυναίκα δικαστής)
Αντώνυμα: - Litigante (διάδικος) - Acusador (κατήγορος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "juez" στον τομέα του δικαίου στην Ισπανία.