Palabra: jugador
Parte del discurso: sustantivo (ουσιαστικό)
Transcripción fonética: [xuɣaˈðoɾ]
Η λέξη "jugador" αναφέρεται σε άτομο που συμμετέχει σε κάποιο παιχνίδι ή αθλητική δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται ευρέως στο πλαίσιο του αθλητισμού και των παιχνιδιών, καθώς και σε γενικότερες περιπτώσεις όπου υπάρχει συμμετοχή σε έναν διαγωνισμό ή παιχνίδι. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Ο παίκτης ποδοσφαίρου σημείωσε ένα εντυπωσιακό γκολ.
Cada jugador debe cumplir con las reglas del juego.
Κάθε παίκτης πρέπει να τηρεί τους κανόνες του παιχνιδιού.
El jugador fue el más valioso del torneo.
Η λέξη "jugador" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Πρόταση: Ese jugador estrella es muy admirado por todos.
Ser un buen jugador en equipo
Πρόταση: Es importante ser un buen jugador en equipo para ganar.
Jugador de cambio
Πρόταση: El jugador de cambio hizo una gran diferencia en el partido.
Jugador más valioso
Η λέξη "jugador" προέρχεται από το ρήμα "jugar", που σημαίνει "παίζω". Η κατάληξη "-dor" δηλώνει το άτομο που ασχολείται με την ενέργεια του ρήματος.
Συνώνυμα: - competidor (ανταγωνιστής) - atleta (αθλητής)
Αντώνυμα: - espectador (θεατής) - inactivo (ανενεργός)