Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: xuˈiθjo ekstɾaorðiˈnaɾjo
Χρήση στα Ισπανικά: Η λέξη "juicio extraordinario" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να αναφερθεί σε μία δικαστική διαδικασία που χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα ή την εξαιρετικότητα της. Συνήθως, χρησιμοποιείται όταν υπάρχει ανάγκη για γρήγορη αντιμετώπιση μιας υπόθεσης.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El abogado solicitó un juicio extraordinario debido a la urgencia del caso. 2. El juicio extraordinario es una herramienta legal que busca acelerar el proceso judicial.
Ετυμολογία: Η λέξη "extraordinario" προέρχεται από το λατινικό "extraordinarius", που σημαίνει εξαιρετικός ή εκτός συνήθους.
Συνώνυμα: juicio especial, procedimiento extraordinario
Αντώνυμα: juicio ordinario, proceso común