Η λέξη "junta" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [ˈxunta]
Η λέξη "junta" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ομάδα ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί για να πάρουν αποφάσεις ή να διαχειριστούν υποθέσεις. Συχνά χρησιμοποιείται στον τομέα της πολιτικής και των οικονομικών, όπως και σε κοινωνικές, στρατιωτικές ή διοικητικές οργανώσεις. Είναι κοινός όρος και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
La junta se reunió para discutir los problemas financieros de la empresa.
(Η επιτροπή συγκεντρώθηκε για να συζητήσει τα οικονομικά προβλήματα της εταιρείας.)
La junta de vecinos organizó un evento para limpiar el parque.
(Η συνέλευση των κατοίκων διοργάνωσε μια εκδήλωση για τον καθαρισμό του πάρκου.)
Η λέξη "junta" εξειδικεύεται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Ejemplo: El director está en junta y no puede atender llamadas.
(Ο διευθυντής είναι σε επιτροπή και δεν μπορεί να απαντήσει σε κλήσεις.)
Tomar decisiones en junta
(Λαμβάνω αποφάσεις στην επιτροπή)
Ejemplo: Las decisiones importantes se toman en junta para asegurar el consenso.
(Οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται στην επιτροπή για να διασφαλιστεί η συναίνεση.)
Junta directiva
(Διοικητικό συμβούλιο)
Ejemplo: La junta directiva aprobó el nuevo presupuesto para el año.
(Το διοικητικό συμβούλιο ενέκρινε τον νέο προϋπολογισμό για το έτος.)
Junta de crisis
(Συγκέντρωση κρίσης)
Η λέξη "junta" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "juntar", που σημαίνει "να συγκεντρώνω". Έχει σαφείς ρίζες στα λατινικά, από το "iuncta", που αναφέρεται στη "σύνδεση" ή "ένωση".
Συνώνυμα: - Comisión (επιτροπή) - Asamblea (συνέλευση) - Consejo (συμβούλιο)
Αντώνυμα: - Dispersión (διασπορά) - Separación (χωρισμός) - División (διαίρεση)