juntar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

juntar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/xunˈtar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "juntar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει να ενώσεις, να συνδυάσεις ή να συγκεντρώσεις διάφορα στοιχεία, αντικείμενα ή ανθρώπους μαζί. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και είναι επίσης κοινή στο γραπτό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς αφορά μια βασική δραστηριότητα στην καθημερινότητα.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. Quiero juntar todos los documentos antes de la reunión.
    Θέλω να συγκεντρώσω όλα τα έγγραφα πριν από τη συνάντηση.

  2. Vamos a juntar las piezas del rompecabezas.
    Ας ενώσουμε τα κομμάτια του παζλ.

  3. Es importante juntar esfuerzos para lograr un cambio.
    Είναι σημαντικό να ενώσουμε τις προσπάθειές μας για να πετύχουμε μια αλλαγή.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "juntar" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις στη Ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. Juntar fuerzas.
    (Ενώνουμε δυνάμεις.)
    Se necesita juntar fuerzas para enfrentar el desafío.
    (Απαιτείται να ενώσουμε δυνάμεις για να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση.)

  2. Juntar los cabos.
    (Συνδυάζω τις λεπτομέρειες.)
    Debemos juntar los cabos sueltos antes de seguir adelante.
    (Πρέπει να συνδυάσουμε τις λεπτομέρειες πριν προχωρήσουμε.)

  3. Juntar las piezas del rompecabezas.
    (Συνδυάζω τα κομμάτια του παζλ.)
    Es hora de juntar las piezas del rompecabezas de la vida.
    (Ήρθε η ώρα να συνδυάσουμε τα κομμάτια του παζλ της ζωής.)

  4. Juntar amor.
    (Συγκεντρώνω αγάπη.)
    Es tiempo de juntar amor y paz en el mundo.
    (Είναι καιρός να συγκεντρώσουμε αγάπη και ειρήνη στον κόσμο.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "juntar" προέρχεται από το Λατινικό "iungere", που σημαίνει "να ενώσω". Αυτή η ρίζα μεταδόθηκε μέσω των διαφόρων εξελίξεων της Ισπανικής γλώσσας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - unir (να ενώσω) - agrupar (να συγκεντρώσω) - reunir (να ξαναφέρνω μαζί)

Αντώνυμα: - separar (να χωρίσω) - diseminar (να διασπείρω) - dividir (να χωρίσω)



22-07-2024