Το "juntarse" είναι ρήμα (verbo).
Η φωνητική μεταγραφή του "juntarse" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /xuˈtaɾ.se/.
Το "juntarse" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - "μαζεύομαι" - "συγκεντρώνομαι" - "ενώνω"
Η λέξη "juntarse" σημαίνει να μαζευτείς ή να συγκεντρωθείς με άλλους, είτε φυσικά είτε κοινωνικά. Χρησιμοποιείται κυρίως στην καθημερινή γλώσσα και μπορεί να αναφέρεται σε κοινωνικές συναντήσεις, οικογενειακές συγκεντρώσεις ή οποιοδήποτε είδος σύναξης.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό.
Nos vamos a juntar en casa de María.
(Θα μαζευτούμε στο σπίτι της Μαρίας.)
Es importante juntarse con amigos para relajarse.
(Είναι σημαντικό να συγκεντρώνεσαι με φίλους για να χαλαρώσεις.)
Ellos suelen juntarse los fines de semana.
(Συνήθως μαζεύονται τα Σαββατοκύριακα.)
Juntarse como agua y aceite.
(Να συγκεντρωθούν σαν το νερό με το λάδι.)
Σημαίνει ότι δύο άνθρωποι δεν τα βρίσκουν ή δεν μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά.
Juntarse a la fiesta.
(Να μαζευτείς στο πάρτι.)
Αναφέρεται στο να συμμετέχεις ή να παραβρεθείς σε μια κοινωνική εκδήλωση.
Juntarse con el enemigo.
(Να μαζευτείς με τον εχθρό.)
Υποδηλώνει τη συνεργασία ή την επικοινωνία με κάποιον που είναι αντίπαλος.
Η λέξη "juntarse" προέρχεται από το λατινικό "junctus", που σημαίνει "ενωμένος". Το πρόθεμα "juntar" σημαίνει "να ενώσεις", ενώ η προσθήκη "-se" δηλώνει ότι είναι ανακλαστικό ρήμα, υποδεικνύοντας ότι η ενωση αφορά σε υποκείμενο.
Συνώνυμα: - reunirse (συναθροίζομαι) - agruparse (ομαδοποιούμαι)
Αντώνυμα: - separarse (χωρίζομαι) - diseminar (διασπείρω)