jurar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

jurar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/juˈɾaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "jurar" σημαίνει να ορκίζομαι ή να διαβεβαιώνω κάποιον ότι κάτι είναι αλήθεια. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων, όπως νομικά και στρατιωτικά, όπου η ορκωμοσία έχει μεγάλη σημασία. Είναι κοινό στη γλώσσα και η χρήση της είναι αρκετά συχνή. Τείνει να εμφανίζεται περισσότερο στον γραπτό λόγο, καθώς χρησιμοποιείται σε επίσημα έγγραφα και διαδικασίες.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El testigo tuvo que jurar que decía la verdad.
  2. Ο μάρτυρας έπρεπε να ορκιστεί ότι έλεγε την αλήθεια.

  3. Los soldados juran lealtad a la bandera y a la patria.

  4. Οι στρατιώτες ορκίζονται πίστη στην σημαία και στην πατρίδα.

  5. Prometió jurar su compromiso en la ceremonia.

  6. Υποσχέθηκε να ορκιστεί την δέσμευσή του στην τελετή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "jurar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Jurar en balde
  2. Σημασία: Ορκίζομαι μάταια.
  3. Προταστική πρόταση: No vale la pena jurar en balde si no lo vas a cumplir.
  4. Δεν αξίζει να ορκιστείς μάταια αν δεν θα το τηρήσεις.

  5. Jurar por Dios

  6. Σημασία: Ορκίζομαι στον Θεό.
  7. Προταστική πρόταση: Él juró por Dios que era inocente.
  8. Αυτός ορκίστηκε στον Θεό ότι είναι αθώος.

  9. Jurar a la ligera

  10. Σημασία: Να ορκίζεσαι χωρίς σκέψη.
  11. Προταστική πρόταση: No debes jurar a la ligera, es algo serio.
  12. Δεν πρέπει να ορκιστείς ελαφρά, είναι κάτι σοβαρό.

  13. Jurar de miedo

  14. Σημασία: Να ορκίζομαι από φόβο.
  15. Προταστική πρόταση: Ella juró de miedo cuando vio al perro agresivo.
  16. Αυτή ορκίστηκε από φόβο όταν είδε τον επιθετικό σκύλο.

Ετυμολογία

Η λέξη "jurar" προέρχεται από το λατινικό "iurare", που σημαίνει "ορκίζομαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024