Ρήμα
/juˈɾaɾ/
Η λέξη "jurar" σημαίνει να ορκίζομαι ή να διαβεβαιώνω κάποιον ότι κάτι είναι αλήθεια. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων, όπως νομικά και στρατιωτικά, όπου η ορκωμοσία έχει μεγάλη σημασία. Είναι κοινό στη γλώσσα και η χρήση της είναι αρκετά συχνή. Τείνει να εμφανίζεται περισσότερο στον γραπτό λόγο, καθώς χρησιμοποιείται σε επίσημα έγγραφα και διαδικασίες.
Ο μάρτυρας έπρεπε να ορκιστεί ότι έλεγε την αλήθεια.
Los soldados juran lealtad a la bandera y a la patria.
Οι στρατιώτες ορκίζονται πίστη στην σημαία και στην πατρίδα.
Prometió jurar su compromiso en la ceremonia.
Η λέξη "jurar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Δεν αξίζει να ορκιστείς μάταια αν δεν θα το τηρήσεις.
Jurar por Dios
Αυτός ορκίστηκε στον Θεό ότι είναι αθώος.
Jurar a la ligera
Δεν πρέπει να ορκιστείς ελαφρά, είναι κάτι σοβαρό.
Jurar de miedo
Η λέξη "jurar" προέρχεται από το λατινικό "iurare", που σημαίνει "ορκίζομαι".