Η λέξη "jurisdiccional" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "jurisdiccional" είναι [xuɾisdiˈθjonaɫ] στα ισπανικά.
Η λέξη "jurisdiccional" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη δικαιοδοσία ή τις διαδικασίες που διενεργούνται από τα δικαστήρια. Χρησιμοποιείται συχνά στον νομικό τομέα και αποτελεί σημαντικό μέρος του νομικού λεξιλογίου. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, λόγω της νομικής και ακαδημαϊκής φύσης των κειμένων στα οποία εμφανίζεται.
La decisión jurisdiccional fue impartida por el juez de la causa.
Η δικαστική απόφαση εκδόθηκε από τον δικαστή της υπόθεσης.
Es fundamental respetar el proceso jurisdiccional en un estado de derecho.
Είναι θεμελιώδες να τηρείται η δικαστική διαδικασία σε ένα κράτος δικαίου.
Η λέξη "jurisdiccional" δεν είναι απαραίτητα μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε νομικές φράσεις και καταστάσεις.
El poder jurisdiccional es un pilar de la democracia.
Η δικαστική εξουσία είναι ένας πυλώνας της δημοκρατίας.
Las sentencias jurisdiccionales deben ser acatadas por todos.
Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να τηρούνται από όλους.
Se presentó un recurso jurisdiccional ante el tribunal superior.
Κατατέθηκε ένα δικαστικό ένδικο μέσο στο ανώτατο δικαστήριο.
Η λέξη "jurisdiccional" προέρχεται από τη λατινική λέξη "jurisdictio", που σημαίνει "δικαιοδοσία". Στην ισπανική γλώσσα, σχηματίζεται προσθέτοντας το επίθημα "-al" για να δηλώσει τη σχέση με τη δικαιοδοσία.
Συνώνυμα: - judicial (δικαστικός) - legal (νομικός)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για την ιδιότητα "jurisdiccional", καθώς σχετίζεται με συγκεκριμένες νομικές διαδικασίες, αλλά μπορεί να θεωρηθούν ως αντώνυμα έννοιες που υποδηλώνουν αδικία ή ανομία.