Η λέξη "jurisprudencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "jurisprudencia" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /xuɾispɾuˈðenθja/
Η λέξη "jurisprudencia" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "νομική επιστήμη" ή "νομική δικαιολογία".
Η "jurisprudencia" αναφέρεται στο σύνολο των νομικών αρχών, αποφάσεων και ερμηνείας των νόμων που έχουν παραχθεί από δικαστικά όργανα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά πλαίσια και συζητήσεις για να αναφερθούν προηγούμενες αποφάσεις που καθορίζουν τις νομικές αρχές ή συνήθειες.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται σε νομικά ή ακαδημαϊκά κείμενα, ωστόσο μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικούς διαλόγους μεταξύ νομικών ειδικών. Συχνότητα χρήσης είναι υψηλή στα τεκμηριωμένα νομικά κείμενα αλλά και στα δικαστικά έγγραφα.
La jurisprudencia en este caso es clara y debe ser seguida.
Η νομική επιστήμη σε αυτή την περίπτωση είναι σαφής και πρέπει να ακολουθηθεί.
Los abogados se basan en la jurisprudencia para argumentar sus casos.
Οι δικηγόροι βασίζονται στη νομική επιστήμη για να υποστηρίξουν τις υποθέσεις τους.
Es importante estudiar la jurisprudencia para entender mejor la ley.
Είναι σημαντικό να μελετηθεί η νομική επιστήμη για να κατανοηθεί καλύτερα ο νόμος.
Η λέξη "jurisprudencia" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφερθούν κάποιες χρήσεις της για να τονιστεί η σημασία της.
La jurisprudencia establece un precedente importante para los futuros casos.
Η νομική επιστήμη θέτει ένα σημαντικό προηγούμενο για τις μελλοντικές υποθέσεις.
A menudo, la jurisprudencia cambia con la evolución de la sociedad.
Συχνά, η νομική επιστήμη αλλάζει με την εξέλιξη της κοινωνίας.
La falta de jurisprudencia puede llevar a la ambigüedad en la aplicación de la ley.
Η έλλειψη νομικής επιστήμης μπορεί να οδηγήσει σε αοριστία στην εφαρμογή του νόμου.
Η λέξη "jurisprudencia" προέρχεται από το λατινικό "jurisprudentia", το οποίο είναι μια σύνθεση των λέξεων "jus" (νόμος) και "prudentia" (σοφία, γνώση). Δηλαδή, υποδηλώνει τη σοφία ή γνώση του νόμου.
Συνώνυμα: - Derecho (δικαίωμα) - Legisprudencia (νομολογία) - Doctrina (διδασκαλία)
Αντώνυμα: - Ilegalidad (παράνοια) - Injusticia (καταπίεση) - Desconocimiento (άγνοια)