Το "juro" είναι ρήμα.
/ˈxu.ɾo/
Η λέξη "juro" προέρχεται από το ρήμα "jurar", το οποίο σημαίνει “ορκίζομαι” ή “να ορκιστώ”. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια όπου οι άνθρωποι κάνουν μια υπόσχεση, είτε σε νομικά πλαίσια είτε σε καταστάσεις που απαιτούν δέσμευση ή αλήθεια.
Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται αρκετά στο γραπτό λόγο, όπως σε νομικά κείμενα ή επίσημες διακηρύξεις, καθώς και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε στιγμές όπου απαιτείται εγκυρότητα σε μια δήλωση.
"Ορκίζομαι ότι θα πω την αλήθεια."
"Ella juro lealtad al país."
"Αυτή ορκίστηκε πίστη στη χώρα."
"Nosotros juramos cumplir con nuestras promesas."
Η λέξη "juro" καταλαβαίνει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Ορκίζομαι στη μητέρα μου."
"Te lo juro."
"Στο ορκίζομαι."
"Jurar en vano."
"Να ορκιστεί μάταια."
"Juro que no volveré a hacerlo."
Η λέξη "juro" προέρχεται από το λατινικό "jurare", που σημαίνει "ορκίζομαι".
Συνώνυμα: - Prometo (υποσχένομαι) - Aseguro (διαβεβαιώνω)
Αντώνυμα: - Deshonrar (ξεφτιλίζω) - Mentir (να ψεύδομαι)