Ο όρος "justicia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "justicia" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /xu'stiθja/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή /xu'stisia/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "justicia" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έννοια της δικαιοσύνης, δηλαδή την ποιότητα ή την κατάσταση του να είναι δίκαιος. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και συναντάται σε γραπτό και προφορικό λόγο.
La justicia es fundamental para una sociedad equitativa.
Η δικαιοσύνη είναι θεμελιώδης για μια δίκαιη κοινωνία.
El juez debe buscar la justicia en cada caso.
Ο δικαστής πρέπει να αναζητά τη δικαιοσύνη σε κάθε υπόθεση.
Η λέξη "justicia" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Hacer justicia.
Να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Todos quieren hacer justicia por las víctimas. (Όλοι θέλουν να αποδοθεί δικαιοσύνη για τα θύματα.)
Clamar justicia.
Να ζητήσει δικαιοσύνη.
El pueblo salió a clamar justicia por los desaparecidos. (Ο λαός βγήκε να ζητήσει δικαιοσύνη για τους αγνοούμενους.)
A la justicia poética.
Στη δικαιοσύνη της ποίησης.
A veces, los culpables reciben a la justicia poética. (Κάποιες φορές, οι ένοχοι reciben τη δικαιοσύνη της ποίησης.)
Justicia divina.
Θεία δικαιοσύνη.
Muchos creen en la justicia divina, que arreglará todo al final. (Πολλοί πιστεύουν στη θεία δικαιοσύνη, που θα διορθώσει τα πάντα στο τέλος.)
Η λέξη "justicia" προέρχεται από το λατινικό "justitia", το οποίο σημαίνει "δικαιοσύνη" και σχετίζεται με τον όρο "justus" που σημαίνει "δίκαιος".
Συνώνυμα: - equidad (ισότητα) - rectitud (αμεροληψία)
Αντώνυμα: - injusticia (αδικία) - deshonestidad (ανεντιμότητα)