Η λέξη "justificado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "justificado" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /xu.sti.fi.ˈka.ðo/.
Η λέξη "justificado" προέρχεται από το ρήμα "justificar" και σημαίνει κάτι που έχει δικαιολογηθεί ή που έχει υποστηριχθεί με αποδείξεις ή λόγους. Χρησιμοποιείται κυρίως στο νομικό πλαίσιο αλλά και σε γενικές συζητήσεις σχετικά με την ηθική ή τη λογική. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, με περισσότερη επικράτηση στον γραπτό λόγο.
El testimonio del testigo fue justificado por las pruebas presentadas.
(Η μαρτυρία του μάρτυρα δικαιολογήθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν.)
El despido del empleado fue justificado por razones económicas.
(Η απόλυση του υπαλλήλου δικαιολογήθηκε για οικονομικούς λόγους.)
Η λέξη "justificado" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις που σχετίζονται με την δικαιολογία ή την απολογία. Ορισμένες παραδείγματα περιλαμβάνουν:
"Justificado o no, el hecho es que cometió un error."
(Δικαιολογημένο ή όχι, το γεγονός είναι ότι έκανε ένα λάθος.)
"El miedo es justificado en este contexto."
(Ο φόβος είναι δικαιολογημένος σε αυτό το πλαίσιο.)
"Sus acciones fueron justificados por la situación."
(Οι ενέργειές του δικαιολογήθηκαν από την κατάσταση.)
Η λέξη "justificado" προέρχεται από το λατινικό "justificare", που σημαίνει "να καθιστώ δίκαιο" ή "να δικαιολογώ", και έχει την ρίζα "justus", που σημαίνει "δίκαιος".
Συνώνυμα: - fundamentado (τεκμηριωμένος) - avalado (υποστηριγμένος)
Αντώνυμα: - injustificado (αδικαιολόγητος) - inaceptable (μη αποδεκτός)