justificante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

justificante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Justificante είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

[xu̟stiˈfikante]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "justificante" αναφέρεται σε ένα έγγραφο ή σε κάποιο άλλο στοιχείο που αποδεικνύει ή δικαιολογεί κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά και διοικητικά πλαίσια, αλλά και σε καθημερινές καταστάσεις (π.χ. παρουσιολόγια, αδικαιολόγητες απουσίες κ.λπ.).

Αυτή η λέξη είναι ιδιαίτερα συχνή σε γραπτό κείμενο (νομικά έγγραφα, διοικητικές αναφορές), αλλά χρησιμοποιείται και σε προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε επίσημες ή επαγγελματικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Para justificar su ausencia, presentó un justificante.
    Για να δικαιολογήσει την απουσία του, παρουσίασε ένα δικαιολογητικό.

  2. Es necesario que traigas un justificante para la reunión.
    Είναι απαραίτητο να φέρεις ένα αποδεικτικό για τη συνάντηση.

  3. El justificante de pago fue solicitado por el banco.
    Το αποδεικτικό πληρωμής ζητήθηκε από την τράπεζα.

Ιδωματικές εκφράσεις

Η λέξη "justificante" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.

  1. No hay justificante que valga.
    Δεν υπάρχει δικαιολογητικό που να έχει αξία.
    Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι καμία δικαιολογία δεν μπορεί να συζητηθεί.

  2. Presentar un justificante no siempre es suficiente.
    Η παρουσίαση ενός δικαιολογητικού δεν είναι πάντα επαρκής.
    Υποδηλώνει ότι μια δικαιολογία μπορεί να μην είναι ικανοποιητική.

  3. El justificante no se acepta en la institución.
    Το δικαιολογητικό δεν γίνεται αποδεκτό στην εγκατάσταση.
    Χρησιμοποιείται όταν μια απαίτηση δεν γίνεται αποδεκτή.

Ετυμολογία

Η λέξη "justificante" προέρχεται από το ρήμα "justificar" (δικαιολογώ), και με το επίθημα "-ante", που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ουσιαστικά που δηλώνουν δράση ή κατάσταση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Comprobante (αποδεικτικό) - Documentación (τεκμηρίωση)

Αντώνυμα: - Injustificable (αδικαιολόγητος) - Indefensable (μη υπερασπίσιμος)



23-07-2024