justificar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

justificar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "justificar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Ανάλογα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή της λέξης "justificar" είναι /xusti.fiˈkar/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "justificar" αναφέρεται στην πράξη της προσφοράς ενός λόγου ή αποδείξεων για να στηριχθεί ή να εξηγηθεί κάτι, όπως σε νομικά συμφραζόμενα ή σε γενικές καταστάσεις. Χρησιμοποιείται σε κατάσταση όπου απαιτείται μια αιτιολογία ή εξήγηση. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και είναι πιο κοινή στο γραπτό κείμενο, καθώς συχνά απαντάται σε νομικά έγγραφα, ακαδημαϊκά κείμενα και επίσημες αναφορές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Necesito justificador los gastos que he realizado el mes pasado.
  2. Χρειάζομαι να δικαιολογήσω τις δαπάνες που έχω κάνει τον προηγούμενο μήνα.

  3. El abogado tuvo que justificador la decisión del juez.

  4. Ο δικηγόρος έπρεπε να αιτιολογήσει την απόφαση του δικαστή.

  5. Justificamos nuestra ausencia con un certificado médico.

  6. Δικαιολογήσαμε την απουσία μας με ένα ιατρικό πιστοποιητικό.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "justificar"

  1. Justificar la vida - Δικαιολογώ τη ζωή
  2. A veces es difícil justificar la vida que llevamos.
  3. Μερικές φορές είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί η ζωή που κάνουμε.

  4. Sin justificación - Χωρίς δικαιολογία

  5. No se puede actuar sin justificación.
  6. Δεν μπορείς να ενεργήσεις χωρίς δικαιολογία.

  7. Justificar errores - Δικαιολογώ λάθη

  8. Siempre intentamos justificar nuestros errores.
  9. Πάντα προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τα λάθη μας.

  10. Justificar una acción - Δικαιολογώ μια ενέργεια

  11. Es importante justificar cualquier acción que tomemos.
  12. Είναι σημαντικό να δικαιολογούμε οποιαδήποτε ενέργεια παίρνουμε.

  13. Justificación válida - Έγκυρη δικαιολογία

  14. Necesitamos una justificación válida para avanzar.
  15. Χρειαζόμαστε μια έγκυρη δικαιολογία για να προχωρήσουμε.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "justificar" προέρχεται από το λατινικό "justificare", που σημαίνει "να κάνει δίκαιο" ή "να αιτιολογήσει". Συνδυάζει τη λέξη "justus" (δίκαιος) με το επίθημα "-ficare" που υποδηλώνει δράση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - justificar - justificar - atenuar

Αντώνυμα: - desjustificar - invalidar



22-07-2024