Το "justificar" είναι ρήμα.
Ανάλογα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή της λέξης "justificar" είναι /xusti.fiˈkar/.
Η λέξη "justificar" αναφέρεται στην πράξη της προσφοράς ενός λόγου ή αποδείξεων για να στηριχθεί ή να εξηγηθεί κάτι, όπως σε νομικά συμφραζόμενα ή σε γενικές καταστάσεις. Χρησιμοποιείται σε κατάσταση όπου απαιτείται μια αιτιολογία ή εξήγηση. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και είναι πιο κοινή στο γραπτό κείμενο, καθώς συχνά απαντάται σε νομικά έγγραφα, ακαδημαϊκά κείμενα και επίσημες αναφορές.
Χρειάζομαι να δικαιολογήσω τις δαπάνες που έχω κάνει τον προηγούμενο μήνα.
El abogado tuvo que justificador la decisión del juez.
Ο δικηγόρος έπρεπε να αιτιολογήσει την απόφαση του δικαστή.
Justificamos nuestra ausencia con un certificado médico.
Μερικές φορές είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί η ζωή που κάνουμε.
Sin justificación - Χωρίς δικαιολογία
Δεν μπορείς να ενεργήσεις χωρίς δικαιολογία.
Justificar errores - Δικαιολογώ λάθη
Πάντα προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τα λάθη μας.
Justificar una acción - Δικαιολογώ μια ενέργεια
Είναι σημαντικό να δικαιολογούμε οποιαδήποτε ενέργεια παίρνουμε.
Justificación válida - Έγκυρη δικαιολογία
Η λέξη "justificar" προέρχεται από το λατινικό "justificare", που σημαίνει "να κάνει δίκαιο" ή "να αιτιολογήσει". Συνδυάζει τη λέξη "justus" (δίκαιος) με το επίθημα "-ficare" που υποδηλώνει δράση.
Συνώνυμα: - justificar - justificar - atenuar
Αντώνυμα: - desjustificar - invalidar