Το "justificarse" είναι ρήμα.
/ʝus.tifiˈkar.se/
Η λέξη "justificarse" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά και σημαίνει να προσπαθεί κανείς να δικαιολογήσει ή να εξηγήσει τις πράξεις ή τις αποφάσεις του. Είναι πολύ συχνή στη γλώσσα, κυρίως σε καταστάσεις όπου κάποιος χρειάζεται να αποδείξει ότι οι ενέργειές του είναι σωστές ή αποδεκτές. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα, όπως άρθρα και εκθέσεις.
Είναι σημαντικό να δικαιολογηθείς μπροστά στις αρχές.
No tienes que justificarse por tus decisiones.
Δεν χρειάζεται να δικαιολογηθείς για τις αποφάσεις σου.
A veces es difícil justificarse cuando cometemos errores.
Στα Ισπανικά, το "justificarse" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Μερικές από αυτές είναι:
Δικαιολογείται για τις ενέργειές του.
No hay necesidad de justificarse.
Δεν υπάρχει λόγος να δικαιολογηθείς.
Algunos se justifican a sí mismos.
Κάποιοι δικαιολογούνται στον εαυτό τους.
Es fácil justificarse cuando hay pruebas.
Είναι εύκολο να δικαιολογηθείς όταν υπάρχουν αποδείξεις.
Justificarse puede ser complicado a veces.
Η λέξη "justificarse" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "justificare", που σημαίνει να θεωρείς κάτι ως δίκαιο ή ορθό. Η προσθήκη του επιθήματος "-se" δηλώνει ότι η δράση του ρήματος στρέφεται προς τον εαυτό.
Συνώνυμα: - defenderse (να υπερασπιστείς τον εαυτό σου) - explicarse (να εξηγήσεις τον εαυτό σου)
Αντώνυμα: - culparse (να κατηγορήσεις τον εαυτό σου) - aceptar la culpa (να αποδεχτείς την ευθύνη)