Η λέξη "justo" είναι επίθετο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως επιρρηματική μορφή.
/ˈxusto/
Η λέξη "justo" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "δίκαιος" ή "σωστός". Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που είναι σύμφωνο με το νόμο ή τις ηθικές αρχές. Η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένη σε επίσημα ή νομικά πλαίσια.
Ο δικαστής πήρε μια δίκαιη και ισορροπημένη απόφαση.
Es justo que todos tengan los mismos derechos.
Η λέξη "justo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Έφτασα ακριβώς στην ώρα για τη συνάντηση.
Justo en medio: Σημαίνει "ακριβώς στη μέση".
Το βιβλίο ήταν ακριβώς στη μέση του τραπεζιού.
Justo lo que necesitaba: Σημαίνει "ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν".
Η λέξη "justo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "iustus", η οποία σημαίνει "δίκαιος" ή "νόμιμος".
Συνώνυμα: - equitativo (ίσως) - recto (καλός ηθικά) - correcto (σωστός)
Αντώνυμα: - injusto (άδικος) - incorrecto (λάθος)