Juvenil είναι ένα επίθετο.
Ο φωνητικός συμβολισμός σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι /xu.βe.ˈnil/.
Η λέξη juvenil αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με τη νεολαία ή την εφηβεία. Χρησιμοποιείται σε ποικίλα συμφραζόμενα, όπως στη λογοτεχνία, τη μόδα, την εκπαίδευση, και τον κοινωνικό τομέα. Είναι μια λέξη που συναντάται συχνά στον λόγο και την γραφή, αν και μπορεί να είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτές περιπτώσεις, όπως σε άρθρα και βιβλία που ασχολούνται με τη νεολαία.
El programa juvenil promueve actividades deportivas para adolescentes.
(Το πρόγραμμα νεολαίας προωθεί αθλητικές δραστηριότητες για εφήβους.)
La literatura juvenil es muy popular entre los jóvenes.
(Η νεανική λογοτεχνία είναι πολύ δημοφιλής μεταξύ των νέων.)
Los problemas juveniles requieren atención especial de la sociedad.
(Τα νεανικά προβλήματα απαιτούν ειδική προσοχή από την κοινωνία.)
Η λέξη juvenil χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις για να δηλώσει όχι μόνο τη νεότητα αλλά και τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με αυτήν. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις:
Actitud juvenil.
(Νεανική στάση.)
– Esta actitud juvenil es contagiosa y llena de energía.
(Αυτή η νεανική στάση είναι μεταδοτική και γεμάτη ενέργεια.)
Cultura juvenil.
(Νεανική κουλτούρα.)
– La cultura juvenil tiene un gran impacto en la sociedad contemporánea.
(Η νεανική κουλτούρα έχει μεγάλη επίδραση στην σύγχρονη κοινωνία.)
Música juvenil.
(Νεανική μουσική.)
– La música juvenil refleja las preocupaciones de su generación.
(Η νεανική μουσική αντικατοπτρίζει τις ανησυχίες της γενιάς της.)
Literatura juvenil.
(Νεανική λογοτεχνία.)
– La literatura juvenil ha evolucionado significativamente en las últimas décadas.
(Η νεανική λογοτεχνία έχει εξελιχθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες.)
Η λέξη juvenil προέρχεται από τη λατινική λέξη juvenilis, που σημαίνει "νεανικός" και σχετίζεται με τη νεότητα.
Συνώνυμα: - Adolescente (εφηβικός) - Joven (νέος)
Αντώνυμα: - Anciano (γηραιός) - Maduro (ώριμος)