juzgado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

juzgado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "juzgado" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

/ xu̇sˈɡaðo /

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "juzgado" αναφέρεται σε δικαστήριο ή σε νομική αρχή που έχει την ευθύνη για την εκδίκαση υποθέσεων και την επίλυση διαφορών. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως στον νομικό τομέα και μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένα είδη δικαστηρίων, όπως ποινικά ή πολιτικά.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στο γραπτό περιβάλλον, όπως σε νομικά έγγραφα ή σε άρθρα που σχετίζονται με το δικαστικό σύστημα. Χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο, κυρίως από νομικούς ή όταν συζητούνται νομικά ζητήματα.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El juzgado emitió una orden de restricción.
    (Το δικαστήριο εξέδωσε μια περιοριστική εντολή.)

  2. Los abogados presentaron su caso ante el juzgado.
    (Οι δικηγόροι παρουσίασαν την υπόθεσή τους στο δικαστήριο.)

  3. El juzgado se encuentra en el centro de la ciudad.
    (Το δικαστήριο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "juzgado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. "Estar en el juzgado"
    (Να είσαι στο δικαστήριο) - Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος είναι εμπλεγμένος σε νομικές διαδικασίες.
    Ejemplo: María está en el juzgado por el caso de divorcio.
    (Η Μαρία είναι στο δικαστήριο λόγω της υπόθεσης διαζυγίου.)

  2. "El juzgado de la vida"
    (Το δικαστήριο της ζωής) - Μια φιλοσοφική έκφραση που σημαίνει ότι οι πράξεις μας θα κριθούν από τις συνέπειές τους.
    Ejemplo: A veces creo que hay un juzgado de la vida que juzga nuestras elecciones.
    (Κάποιες φορές πιστεύω ότι υπάρχει το δικαστήριο της ζωής που κρίνει τις επιλογές μας.)

  3. “Juzgado por los demás”
    (Κρινόμενος από τους άλλους) - Χρησιμοποιείται όταν κάποιος νιώθει ότι οι πράξεις του κρίνονται από την κοινωνία.
    Ejemplo: No quiero ser juzgado por los demás solo porque cometí un error.
    (Δε θέλω να κριθώ από τους άλλους απλώς επειδή έκανα ένα λάθος.)

Ετυμολογία

Η λέξη "juzgado" προέρχεται από το ρήμα "juzgar", το οποίο σημαίνει "να κρίνεις". Η ρίζα της λέξης ακολουθεί τη λατινική λέξη "iudicare" που έχει την έννοια της κρίσης ή της απόφασης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Tribunal (δικαστήριο) - Corte - Jurisdicción

Αντώνυμα: - Injusticia (αδικία) - Impunidad (ατιμωρησία)

Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "juzgado" με όλα τα απαραίτητα στοιχεία που ζητήσατε.



22-07-2024