Η λέξη "kilo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "kilo" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /ˈkilo/
Η λέξη "kilo" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "κιλό".
Η λέξη "kilo" αναφέρεται σε μια μονάδα μέτρησης βάρους, ίση με 1000 γραμμάρια. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως στις αγορές τροφίμων, στο εμπόριο και στην οικονομία. Στην καθημερινή γλώσσα, "kilo" χρησιμοποιείται τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγω της άμεσης φυσικής αναφοράς που έχει σε προϊόντα.
(Αγόρασα ένα κιλό ρύζι στο κατάστημα.)
"El precio del kilo de tomates ha subido."
Η λέξη "kilo" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συνοδευτικά παραδείγματα:
(Είναι σε καλή κατάσταση.) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι σε καλή κατάσταση.
"Más vale un kilo en mano que mil volando"
(Καλύτερα ένα κιλό στο χέρι παρά χίλια που πετάνε.) - Αυτή η φράση σημαίνει ότι είναι καλύτερο να έχεις κάτι σίγουρο και συγκεκριμένο παρά πολλές ασαφείς υποσχέσεις.
"No hay kilo que no se pesque"
Η λέξη "kilo" προέρχεται από την ελληνική λέξη "χίλιοι", που σημαίνει "χίλιοι", και έχει εισαχθεί στα Ισπανικά μέσω της γαλλικής γλώσσας (kilo, κουρσέλα).
Συνώνυμα: Κιλό (ίσως ο όρος "gramo" - γραμμάριο σε εφαρμογές αναφοράς βάρους)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχει ακριβές αντίθετο για τη μέτρηση βάρους, αλλά οι μετρήσεις σε μικρότερες μονάδες όπως το "gramo" (γραμμάριο) θα μπορούσαν να θεωρηθούν αναλογικά αντίθετες.