Labor είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈlabor/
Η λέξη labor χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε οποιαδήποτε μορφή δουλειάς ή εργασίας, είτε φυσικής είτε πνευματικής. Συναντάται συχνά σε επίσημα και νομικά κείμενα, καθώς και σε οικονομικά κείμενα. Η χρήση της είναι υψηλή και εμφανίζεται σε διάφορα πλαίσια, τόσο γραπτά όσο και προφορικά, αν και μπορεί να είναι λίγο πιο κοινή σε εγγράφως επίσημα και ακαδημαϊκά κείμενα.
Η εργασία σε ομάδα είναι θεμελιώδης για την επίτευξη της επιτυχίας.
La labor del profesor es educar a los estudiantes.
Η δουλειά του καθηγητή είναι να εκπαιδεύει τους μαθητές.
La labor en la mina puede ser muy peligrosa.
Η λέξη labor χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στις ισπανόφωνες χώρες:
Σημαίνει να συμμετέχεις σε εθελοντικές ή κοινωφελείς δραστηριότητες.
Labor de amor
Αναφέρεται σε μια εργασία που γίνεται με πάθος και χωρίς σε αντάλλαγμα.
La labor monástica
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη ζωή και την εργασία που περιλαμβάνει την αφοσίωση και πνευματική πειθαρχία των μοναχών.
Labor de investigación
Η λέξη labor προέρχεται από τη λατινική λέξη labor, η οποία σήμαινε "δουλειά, μόχθος". Έχει διατηρήσει παρόμοια έννοια σε πολλές ρομανικές γλώσσες.
Συνώνυμα: - Trabajo (εργασία) - Ocupación (απασχόληση)
Αντώνυμα: - Ocio (ανάπαυση) - Desempleo (ανεργία)
Αυτή είναι μια πλήρης παρουσίαση της λέξης "labor" στην ισπανική γλώσσα, περιλαμβάνοντας ετυμολογία, σημασία και παραδείγματα χρήσης.