Επίθετο
/laβoˈɾaβle/
Η λέξη "laborable" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που είναι κατάλληλο ή επιδεκτικό για εργασία. Συχνά αναφέρεται σε ημέρες ή ώρες που είναι διαθέσιμες για εργασία σε αντίθεση με ημέρες αργίας ή ώρες μη εργάσιμες. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά και οικονομικά κείμενα.
Οι εργάσιμες ημέρες είναι από Δευτέρα έως Παρασκευή.
Es importante considerar los horarios laborables antes de fijar una reunión.
Είναι σημαντικό να λάβετε υπόψη τις εργάσιμες ώρες πριν καθορίσετε μια συνάντηση.
El contrato menciona que el salario se calculará en base a las horas laborables.
Η λέξη "laborable" δεν χρησιμοποιείται συχνά ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε διάφορες φράσεις που αναφέρονται στο θέμα της εργασίας. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
Σε μια εργάσιμη ημέρα, όλοι είναι απασχολημένοι.
Tienes que enviar el informe en días laborables.
Πρέπει να στείλεις την αναφορά σε εργάσιμες ημέρες.
Las tarifas pueden variar entre días laborables y festivos.
Οι τιμές μπορεί να διαφέρουν μεταξύ εργάσιμων ημερών και εορτών.
Los trabajadores valoran los días laborables con horario flexible.
Η λέξη "laborable" προέρχεται από το ρήμα "laborar", το οποίο σημαίνει "εργάζομαι", με το επίθημα "-able" να υποδηλώνει την ικανότητα ή καταλληλότητα της εργασίας.
Συνώνυμα: - trabajable (εργάσιμος) - ejecutable (εκτελέσιμος)
Αντώνυμα: - no laborable (μη εργάσιμος) - festivo (εορταστικός)