Η λέξη "laboral" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [laβoˈɾal]
Η λέξη "laboral" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με την εργασία ή το εργασιακό περιβάλλον. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του δικαίου και των εργασιακών σχέσεων. Είναι αρκετά συχνά χρησιμοποιούμενη, τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, αν και πιο συχνά θα τη συναντήσετε σε νομικά και επαγγελματικά κείμενα.
"Η εργασιακή σύμβαση πρέπει να υπογραφεί από και τις δύο πλευρές."
"Los derechos laborales son fundamentales para proteger a los trabajadores."
"Τα εργασιακά δικαιώματα είναι θεμελιώδη για την προστασία των εργαζομένων."
"En este país, la ley laboral es muy estricta."
Η λέξη "laboral" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στον ισπανικό λόγο.
"Οι εργασιακές συνθήκες των υπαλλήλων πρέπει να είναι δίκαιες."
"Derechos laborales"
"Είναι σημαντικό να γνωρίζετε τα εργασιακά δικαιώματα πριν αποδεχθείτε μια εργασία."
"Relaciones laborales"
Η λέξη "laboral" προέρχεται από το λατινικό "laboralis", που σημαίνει "σχετικός με την εργασία", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από τη λέξη "labor" που σημαίνει "εργασία" ή "κόπος".
Συνώνυμα: - "ocupacional" (επαγγελματικός) - "trabajador" (εργατικός)
Αντώνυμα: - "desempleado" (άνεργος) - "inactivo" (ανενεργός)