Η λέξη "laboratorio" στα Ισπανικά αναφέρεται σε έναν χώρο ή εγκατάσταση όπου πραγματοποιούνται επιστημονικές ή τεχνικές έρευνες, πειράματα, ή αναλύσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της ιατρικής, της χημείας, της βιολογίας και άλλων επιστημών. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, καθώς πρόκειται για έναν πολύ κοινό όρο στον επιστημονικό και τεχνικό λόγο.
Το εργαστήριο είναι εξοπλισμένο με την τελευταία τεχνολογία.
En el laboratorio se realizan pruebas para detectar enfermedades.
Στο εργαστήριο πραγματοποιούνται δοκιμές για την ανίχνευση ασθενειών.
Los científicos trabajan arduamente en el laboratorio.
Η λέξη "laboratorio" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις και σε συνδυασμούς.
Αυτό το έργο είναι ένα εργαστήριο ιδεών όπου ενισχύεται η δημιουργικότητα.
Laboratorio de pruebas:
Το εργαστήριο δοκιμών έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητα του νέου φαρμάκου.
Laboratorio de investigación:
Η λέξη "laboratorio" προέρχεται από τη λατινική λέξη "laboratorium", η οποία παράγεται από το "laborare", που σημαίνει "εργάζομαι".
centro de investigación (ερευνητικό κέντρο)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "laboratorio" στην Ισπανική γλώσσα.